- τρηματόεις
- -εσσα, -εν, Αο γεμάτος τρύπες, διάτρητος («τρηματόεις λίθος» — πορώδης λίθος, Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῆμα, -ατος + κατάλ. -όεις* (πρβλ. ἀστερ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρηματόεντα — τρηματόεις porous neut nom/voc/acc pl τρηματόεις porous masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)